ορκοδοτώ

ορκοδοτώ
(ε) αμετ. уст. см. ορκίζομαι 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ορκοδοτώ" в других словарях:

  • ορκοδοτώ — έω δίνω ένορκη διαβεβαίωση, ιδίως ενώπιον δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + δοτώ (< δότης < δίδωμι), πρβλ. χρησμο δοτώ] …   Dictionary of Greek

  • ορκοδοσία — η η κατάθεση ένορκης διαβεβαίωσης, ιδίως ενώπιον δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορκοδοτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»